τζάντζαλο

τζάντζαλο
το тряпка, лоскут

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "τζάντζαλο" в других словарях:

  • τζάντζαλο — τζάντζαλο, το και τζάτζαλο, το κουρέλι, ράκος, τσούλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τζάντζαλο — το / τζάντζαλον, ΝΜ, και τσάτσαλο, Ν, και τζάτζαλον Μ κουρελιασμένο ρούχο, κουρέλι, ράκος νεοελλ. στον πληθ. τα τζάντζαλα άχρηστα, παλιά αντικείμενα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cencio (με υποκορ. cencerello) «κουρέλι»] …   Dictionary of Greek

  • τζάτζαλον — τὸ, Μ βλ. τζάντζαλο …   Dictionary of Greek

  • τσάντζαλο — το, Ν βλ. τζάντζαλο …   Dictionary of Greek

  • τζάτζαλο — το άκλ., βλ. τζάντζαλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τσάντζαλο — το βλ. τζάντζαλο, το …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»